Η Ελληνορθοδοξία απέναντι στη Φιλοσοφία και στην Επιστήμη [2]

Λόγος [2. Από τον ελέω Θεού Ρωμαίο αυτοκράτορα στον «θεόσταλτο» Σουλτάνο]

Το 1ο μέρος: «Το Βυζαντινό υπόβαθρο που στήριξε τις νεότερες ιερές εφόδους στα ‘άθεα Γράμματα’»

«Δρόμος στη Θεσσαλονίκη». «Τα χαρακτικά της Θεσσαλονίκης, από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα», από τις συλλογές των Γ.Πατιερίδη και Κ.Σταμάτη-Μουσείο Φωτογραφίας, 2009.

του Αναγνώστη Λασκαράτου

Καταλήξαμε στο πρώτο μέρος με την παχυλή αμάθεια, ακόμη και του ανώτατου, Βυζαντινού κλήρου και συνεχίζουμε με τον αναλφαβητισμό του στην οθωμανική περίοδο. Καταθέτει ο υπερσυντηρητικός Πιπινέλης, διπλωμάτης και «Υπουργός» Εξωτερικών της Χούντας («Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»-Παρίσι 1928) : «Ολόκληρος εν γένει ο 16ος και 17ος αιών…πληρούται αμαθών και αθλίων πατριαρχών». Το 1657 γίνεται πατριάρχης ο Γάνου Γαβριήλ. Σε δυό μήνες εκθρονίζεται λόγω αγραμματοσύνης αφού γελοιοποιήθηκε αδυνατώντας να ιερολογήσει έναν γάμο. Γίνεται μητροπολίτης Προύσας, αλλά απαγχονίζεται το 1659 κατηγορούμενος για προσηλυτισμό μουσουλμάνων. Η τουρκική νομοθεσία για το «αδίκημα» αυτό, ήταν πιο αυστηρή ακόμη και από αυτήν της σημερινής Ελλάδας της ευσεβούς Αριστεροακροδεξιάς. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο (3 Δεκεμβρίου). Ο πατριάρχης Κλήμης (1667), που ανατράπηκε ύστερα από αίτημα των επισκόπων στο Σουλτάνο, ήταν σχεδόν αγράμματος, ο δε πατριάρχης Δοσίθεος Νοταράς τον αποκαλεί αγριάνθρωπο. Είπαμε πως αυτή η ιερή αμάθεια δεν ήταν σημείο και τέρας της «Τουρκοκρατίας». Ενδεικτικά να προσθέσω στα όσα παρέθεσα στο 1ο μέρος, πως άγ.Φώτιος παρουσιάζει τον άγ.Επιφάνιο επίσκοπο Σαλαμίνος Κύπρου, ως «αμελέτητον αττικής παιδείας», ενώ στο ίδιο νησί, ο άγ.Σπυρίδων Τριμυθούντος, ήταν πριν επισκοποιηθεί τσοπαναραίος. Αγράμματος, ήταν και ο δεσπότης Κεφαλλονιάς Παχώμιος Αναλυτής (1610-1622). Σ’αυτόν οφείλεται η αγιοποίηση του καλόγερου Γεράσιμου, για την ακρίβεια ενός συντηρημένου απωθητικού πτώματος, που παρουσιάζεται ως «προστάτης» του νησιού (όχι πάντως αποτελεσματικού στους σεισμούς και στις πυρκαγιές). Ο πατριάρχης Κωνστάντιος ο Β΄ (1834), που παύτηκε μετά ένα χρόνο ηγεσίας, από την Σύνοδο, ήταν τόσο απαίδευτος που απεκλήθη «άσοφος». Ακόμη και ο Αλ.Μαυροκορδάτος, στην επιστολή του προς «τοις εν Κωνσταντινουπόλει παρεδρεύουσιν Αρχιερεύσιν», θλίβεται για την αμάθεια και τις καταχρήσεις τους.  Ο Γάλλος γιατρός και βοτανολόγος Belon Pierre (“Les observations de plusieurs singularitez & choses mémmorables, trouvées en Grèce, …”, Παρίσι, 1554), που περιηγήθηκε την Ανατολή στα μέσα του 16ου αιώνα, έγραψε: «Από τους 6000 καλόγερους που ζουν στο Άθω μονάχα δυο ή τρεις από κάθε μοναστήρι γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή. Κι αυτό γιατί οι αρχιερείς….και οι πατριάρχες, είναι εχθροί της φιλοσοφίας και αφορίζουν κάθε κληρικό που μελετάει βιβλία μη θεολογικά. Προσπαθούν να πείσουν όλο τον κόσμο ότι δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να μελετούν ποίηση και φιλοσοφία…..Κι είναι αδύνατο να λάβουν συχώρεση…αν δεν πληρώσουν χρήματα ή αν δεν δεχθούν ραβδισμούς…»  (Κ.Σιμόπουλου «Ξένοι…», τ.Α΄). Το 1730 ο αββάς Φουρμόν που λεηλατεί αρχαία μνημεία και χειρόγραφα, περιγράφει στις χειρόγραφες επιστολές του τα βιβλία των μοναστηριών του Μ.Σπηλαίου και της Ιθώμης που σαπίζουν από την υγρασία και  σχολιάζει: «Οι μοναχοί ζουν άνετα αλλά οι συγγραφείς (εννοεί τα βιβλία τους) πανάθλια. Τους καίνε, τους ακρωτηριάζουν…» («Correspondance et papiers relatifs à ses voyages en Grèce et en Égypte..»).

O Φωτάκος καταγγέλλει: «…όστις έδιδε περισσότερα χρήματα αυτός εγίνετο επίσκοπος και ας ήτο και αγράμματος» («Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»-1858). Το 1898, ο Πρώσος P.Lindau, διαπιστώνει στην Πάτμο: «Φοβερή η αμάθεια των Ελλήνων μοναχών» (Ενεπεκίδη Π.Κ. «Αρχιπέλαγος». Βιβλ. Εστίας-1997).   Ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πόλη Thomas Roe σε γράμμα του προς τον Αγγλικανό αρχιεπίσκοπο, εξιστορεί την προσπάθειά του να πείσει τον πατριάρχη να του δώσει αρχαία βιβλία που «σκονίζονται και σαπίζουν ανάμεσα στους αμαθείς Έλληνες», για να δημοσιευθούν, επειδή «αποτελούν όπλα για τους ειδικούς και όχι για τους αμαθείς καλόγερους……ο πατριάρχης δεν γνωρίζει τα ονόματα πολλών συγγραφέων ούτε το περιεχόμενο των βιβλίων….δεν έχει ιδέα για την αξία τους»  (Κ.Σιμόπουλου. «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ.Α΄). Το περιοδικό του Ναυπλίου «Αθηνά», έγραφε το 1831: «Οι αρχιερείς κατά τον 17ον και 18ον αιώνα ημέλησαν εις τας επαρχίας των τα καταστήματα της δημοτικής εκπαιδεύσεως και τινές εξ αυτών μάλιστα εξώρισαν τους σοφούς, οίτινες…κατεστάθησαν εις αυτά».

Ο σπουδασμένος στη Δύση Αθηνών Μελέτιος, μια εξαίρεση του κακού κανόνα, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του, που εκδόθηκε το 1784 στη Βιέννη, έχοντας δει στην Ευρώπη «όλα τα οσπήτια, έως και των πτωχών, γεμάτα από βιβλία», αγανακτεί για τους κληρικούς «από τους οποίους οι πλείστοι δεν έχουσι παρά ένα ψαλτήρι και ένα ωρολόγιον (εκκλησιαστικό βιβλίο) πεπαλαιωμένον και κανένα συναξάρι….προφασιζόμενοι ότι αι βιωτικαί φροντίδες δεν τους αφίνουσι να κάμουν ανάγνωσιν, ωσάν τα άλλα γένη (των Ευρωπαίων) δεν έχουσι φροντίδας…Μεγάλως απορούσι πολλότατοι…πεπαιδευμένοι…εις το να βλέπουσι……τόσους Αρχιποιμένας πλουσιωτάτους….οπού άλλοι μεν …σκορπίζουσι τα πλούτη τους εις πράγματα φθαρτά…».  Ανάλογη εικόνα για τις αρχές του 18ου αιώνα δίνει και η Encyclopedie των Γάλλων Διαφωτιστών (εκδ. Diderot), που αναφέρει πως για τους «Xριστιανούς Έλληνες» θεωρείται «αμάρτημα» το να είσαι επιστήμονας. «Οι μελέτες τους περιορίζονται στην ανάγνωση των πράξεων των 7 Συνόδων και   των έργων του Μ.Βασιλείου…» (Γιώργος Καράς. «Οι θετικές επιστήμες στον ελληνικό χώρο15ος-19ος αιώνας». Εκδ. Ζαχαρόπουλος-Δαίδαλος-1991). Το επισκοπάτο δεν άφηνε κανέναν φιλοσοφίζοντα σε χλωρό κλαρί, σε μια εποχή που η ύπαρξή τους ήταν μία σταγόνα ζωής στο πνευματικά άνυδρο εθνικό μας έδαφος. Ο Ιεροσολύμων Νεκτάριος (17ος αι.) έγραψε την εμπαθή «Ανατροπή των σοφισμάτων του Αθηναίου Πριγγιλέως» (Νικηφόρου), ενός λίγο παλαιότερου λόγιου που είχε μεταξύ άλλων μεταφράσει την φαρμακογνωσία του γιατρού του ρωμαϊκού στρατού Διοσκορίδη (1ος μ.Χ. αι.). Η Εκκλησία που λειτουργούσε ως λέσχη καλοπέρασης και ως πεδίο εκπλήρωσης ανομολόγητων φιλοδοξιών δεσποτάδων,

«Παπάς και άλλοι στην Κρήτη». BIANCO, Noe: «Viaggio da Venetia al Santo Sepolcro, et al monte Sina»-1600.

δορυφορούμενων από ταξιαρχίες παρασίτων, που κυριολεκτικά ασελγούσαν χωρίς να δίνουν κανένα λογαριασμό πάνω στο σώμα  ενός σκλαβωμένου απαίδευτου λαού, έβλεπε κάθε έντιμο άνθρωπο που διέθετε μόρφωση εξωεκκλησιαστική, ως απειλή για κάθε δικό της καταστροφικό των ανθρώπων «Όρμον Σωτήριον», («Βιβλίον ψυχωφελές,  ευμεθόδως φιλοπονηθέν, εις τέσσαρα τε Κεφάλαια διαιρεθέν, και εν απλή φράση συντεθέν παρά του ευγενεστάτου, και φιλογενούς άρχοντος Ποστελνίκου κυρίου κυρίου Βασιλείου»,  ένα αντιευρωπαϊκό έργο του 1798, γραμμένο υπό την σκέπη της τυραννίδος της).

Το 1837, ο μητροπολίτης Αθηνών Μισαήλ, μιλώντας στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου, ισχυρίζεται πως «οι βάρβαροι» (οι Τούρκοι), εμπόδιζαν τους Έλληνες να συντηρούν σχολεία βάζοντας έτσι τα σαθρά θεμέλια για να στηθεί ο εθνικός μύθος του «Κρυφού Σχολειού». Βάρβαροι που εμπόδιζαν την λειτουργία των σχολείων υπήρξαν, αλλά πρέπει να αναζητηθούν στις τάξεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας και στους υποτακτικούς της. Είναι γεγονός πως η ιερωσύνη προσέφερε την οικονομική δυνατότητα, τα προνόμια, την κοινωνική θέση και την προστασία που χρειαζόταν ένα  φτωχόπαιδο για να σπουδάσει. Ο Κούμας επισημαίνει την κατηγορία των «πεπαιδευμένων», «οίτινες διά τους πατριαρχικούς μισθούς εσυνάζοντο εις την Κωνσταντινούπολιν διά να αναλάβωσιν κληρικού αξίαν» («Ιστορία ανθρωπίνων….τ.ΙΒ΄»).

Είναι αξιοπρόσεκτος ο μεγάλος αριθμός των ιερωμένων που στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας σπούδασαν στη Δύση φιλοσοφία, ιατρική ή και θετικές επιστήμες, για να υποστούν αρκετοί από αυτούς στη συνέχεια διώξεις από την εκκλησιαστική ηγεσία για τις φιλοσοφικές, δογματικές ή επιστημονικές τους απόψεις, μολυσμένες από το μικρόβιο των philosophes. Για μερικούς, όπως τον διάκο Ιώσηπο Μοισιόδακα, διερωτάται κανείς αν δεν ένιωθαν το ράσο σαν φυλακή. Ο Θεόφιλος (Θεοδόσιος) Κορυδαλλεύς, υπήρξε μια εξέχουσα πνευματική μορφή του νέου ελληνισμού (17ος αι.), θεμελιωτής του θρησκευτικού Ουμανισμού,  με σπουδές φιλοσοφίας, ιατρικής και αστρονομίας, διορισμένος από τον προτεσταντίζοντα Λούκαρι διευθυντής της πατριαρχικής Ακαδημίας, πρωτεργάτης και ανανεωτής της φιλοσοφικής παιδείας στην χώρα μας. Σπουδασμένος στους Ιησουϊτες, ο δύστροπος Θεόφιλος μίσησε τον καθολικισμό, κατηγορήθηκε για αθεϊσμό και καλβινισμό, και εκθρονίστηκε από μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ως καλβινίζων παύθηκε από την Σύνοδο το 1691  και ο μαθητής του λόγιος Ι.Καρυοφύλλης, Μ.Λογοθέτης της Μ.Εκκλησίας. Με την ίδια κατηγορία καθαιρέθηκε από τον πατριάρχη Κονταρή και ο προστατευόμενος του Λούκαρι λόγιος κληρικός και δάσκαλος όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, που όμως αποκαταστάθηκε σύντομα.

Το 1872 ο αρχιμανδρίτης Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος, εφημέριος στην ελληνική κοινότητα της Λειψίας, έγραψε για τις «φλυαρίες» του «σοροδαίμονος και παλίμπαιδος Πλήθωνος («Ορθόδοξος Ελλάς: ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών. Τύποις Μέτζγερ και Βίττιγ-Εν Λειψία  1872). Το 1723, η Σύνοδος έκαψε μπροστά στον ταλαίπωρο συγγραφέα τους τα τετράδια των παραδόσεων του καλού ιερέα Μεθόδιου Ανθρακίτη, με γνωμικά των φιλοσόφων και την Ευκλίδειο Γεωμετρία, ενώ ο τρομοκρατημένος δάσκαλος υποχρεώθηκε να εκφωνήσει Ομολογία Πίστεως μπροστά στην πυρά. Μάλιστα ο παρευρεθείς στην τελετή Ηρακλείας Καλλίνικος έγραψε στον Νεόφυτο Άρτης, πως ο δάσκαλος «ιδίαις χερσίν παρέδωκε τα εαυτού εβδελυγμένα τετράδια τώ Ηφαίστω». Την επόμενη Κυριακή η διαδικασία επαναλήφθηκε στο προαύλιο του πατριαρχείου, με σημειώσεις  λογικής, φυσικής και μαθηματικών παρουσία κοινού από «γεμιτζήδες, παπουτσήδες, ραφτάδες» (Α.Αγγέλου «Η δίκη του Μεθόδιου…», 1956), όπως γράφει ο ίδιος, εκβιαζόμενος να τα αποκηρύξει και να υποσχεθεί πως δεν θα διδάξει ξανά μαθηματικά. Με επιστολή του στους πρόκριτους των Ιωαννίνων εκφράζει το παράπονό του: «Δεν είναι εντροπή τους να ακούεται πως έκαυσαν Λογικήν, Φυσικήν, Ευκλείδην και Αριθμητικήν;». Ο σοφός γέρος έτρεξε να κρυφτεί σε κάποιο υπόγειο, «ανήλιον Γούβαν» την ονομάζει, από όπου ενώ η Σύνοδος έψαχνε να τον βρεί, το έσκασε μετά από μήνες και εξουθενωμένος γύρισε στα Γιάννενα όπου πέθανε. Το 1836 με συνοδική εγκύκλιο το πατριαρχείο διατάσσει όπου βρίσκονται μεταφρασμένα αντίτυπα της Αγ.Γραφής να παραδίδονται στην φωτιά (Διομήδους Κυριάκου «Δοκίμιον εκκλησιαστικής ιστορίας», 1878), ενώ ο επίσκοπος της Κρήτης είχε ήδη κάψει μεταφρασμένες Καινές Διαθήκες από το 1833 («Τhe Story of the Bible Society», σ. 161). Το 1901 φανατικοί ορθόδοξοι φοιτητές, έκαψαν στην Αθήνα συμβολικά ένα αντίτυπο του μεταφρασμένου στην καθομιλουμένη από τον Α.Πάλη «Κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιου. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και σήμερα. O Ρώσος επίσκοπος Αικατερινούπολης Nίκων, που τελικά (1999) αποσύρθηκε ως ήρωας ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών σκανδάλων με

«Πανάγιος Τάφος, ιερέας μοιράζει το Άγιο Φως». 1727: Jean de Thévenot, «Voyages De Mr. De Thevenot au Levant, où l’Egypte est exactement décrite avec ses principales villes & les curiositez qui y sont. Troisième edition», vol. II, Amsterdam, Michel Charles le Céne, M. DCC. XXVII. [=1727].

ιεροσπουδαστές, έκαψε μετά την πτώση του Κομμουνισμού (1998), φιλελεύθερα θεολογικά βιβλία. Ο αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης, υπερασπίστηκε τους ακροδεξιούς Θεσσαλονικείς πυρπολητές του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη («Μ εις την ν»): «Λυπάμαι που δεν τα έκαψαν όλα και έκαψαν μόνο ένα», («Αυγή»-Ν.Παπαδημητρίου, 23-4-2000). Ο παρών στην καθαρτήριο τελετή τότε βουλευτής  της Ν.Δ. εντιμότατος κ.Ψωμιάδης, ψηφίστηκε αργότερα από τους πιστούς πανηγυρικά Νομάρχης. Ο κ.Γιώργος Μεταλληνός ερμηνεύει την καύση συγγραμμάτων: «Στη συνείδηση του Γένους (του όχλου θέλει να πει) η αίρεση είναι ένα φάρμακο νοθευμένο…….Έτσι όπως γίνεται και σήμερα στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να αποσυρθεί από την κυκλοφορία…» («Τουρκοκρατία…»-1998).

Αυτή η μαζική πυρπόληση συγγραμμάτων είναι χριστιανικό φρούτο και δεν παρατηρήθηκε στον ελληνικό κόσμο. Έχουμε την επιθυμία του Πλάτωνα να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου, που αποτράπηκε τελικά από Πυθαγόρειους φίλους του, όπως την αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος (IX, 40), ή το κάψιμο των συγγραμμάτων του Πρωταγόρα, αλλά είναι μεμονωμένα περιστατικά που δεν πήραν τον χαρακτήρα μιας παγιωμένης τάσης του αρχαίου κόσμου και μόνο το δεύτερο είχε θρησκευτικά κίνητρα, ενώ και το πρώτο μπορεί να ενταχθεί στη διαχρονική συμπεριφορά ενός θρησκευόμενου αριστοκράτη ιδεαλιστή που θέλει να εξαφανίσει τις ιδέες ενός υλιστή με προοδευτικές ιδέες.

Οι μαρτυρίες για την απαιδευσιά του οθωμανικού παπαδαριού, δεν έχουν τελειωμό. Γράφει ο Ανώνυμος ο Έλλην: «Ο πατριάρχης αφού ηξεύρει να αναγνώση δυο κατεβατά από το ψαλτήριον του Δαβίδ, κρίνεται άξιος τοιαύτης αρχής από την Σύνοδον, αυτή δε ηξεύρει να αναγνώση περισσότερον από αυτόν και τας Πράξεις των Αποστόλων». Ο δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας  αποκαλύπτει: «Γράμματα με βαρβαρικήν σύνταξιν, με ανορθογραφίαν απίθανον και εις αυτάς των μητροπολιτών τας υπογραφάς…αι υπογραφαί μητροπολιτών, επισκόπων και κληρικών μαρτυρούν την προκοπήν των υπογραψάντων. Τώρα ερωτώ εάν οι Μητροπολίται και οι Επίσκοποι δεν ήξευραν να υπογράφωσι τα ονόματά των….που ευρίσκετο τότε η παιδεία του γένους;». Ο ίδιος κατηγορεί τον Κρητικό ιερομόναχο Γεράσιμο, που δίδασκε Ελληνικά το 1730 στην Πάτμο και τους διαδόχους του Μακάριο και Δανιήλ Κεραμέα πως τους έλειπαν οι γεωγραφικές, χρονολογικές και ιστορικές γνώσεις, οι δε μαθητές τους, που εξελίσσοντο ως γραμματείς Φαναριωτών αρχιερέων, ήσαν «ψιλοί γραμματισταί και γυμνοί πάσης επιστημονικής γνώσεως». O ιστορικός της Επανάστασης του ’21 Κάρολος Μέντελσον Μπαρτόλντυ γράφει για την εποχή της απελευθέρωσης: «Οι μοναχοί που κατέκλυζαν την Ελλάδα κατά πολυάριθμα σμήνη….που δεν ήξεραν ούτε να διαβάζουν ούτε να γράφουν, παρά μόνον να εκδίδουν εισιτήρια για τον παράδεισο, ήταν θλιβερό θέαμα για την χώρα και πρόσκομμα για τον πολιτισμό της». Με γράμμα του στην «Μέλισσα» (Απρίλιος 1821), «ανωνυμος αρχιεπίσκοπος», καταγγέλει τον από Μυτιλήνης πρώην πατριάρχη Ιερεμία Δ΄, που αν και αμόρφωτος φέρεται ως ευεργέτης της Παιδείας: «Περί δε σχολείων και παιδείας, όχι μόνον ποτέ δεν εφρόντισεν αλλ’ούτε να ακούση υπέφερε περί τοιούτων πραγμάτων, άνθρωπον γραμματισμένον και πάντα φιλομαθή εσιχαίνετο». Θα τον βρούμε μπροστά μας τον Ιερεμία πιο κάτω, να δέχεται καταγγελίες για τον Βενιαμίν τον Λέσβιο.

Ο Μ.Ι.Γεδεών, «Μέγας Χαρτοφύλακας και Χρονογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας», άνθρωπος συντηρητικός αλλά ειλικρινής, γνώστης των μηχανισμών και έντιμος ερευνητής αρχείων του πατριαρχείου, από απολογητής του μετατρέπεται άθελά του σε μοχλό αποκάλυψης μιας ζοφερής πραγματικότητας. Aποδίδοντας την εχθρότητα του λαού και της Εκκλησίας κατά των επιστημών στην αποκήρυξη από τον πατριάρχη Παϊσιο το 1744 της στοάς των ελευθέρων τεκτόνων του Γαλατά, τους οποίους ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες αποκαλούσε «κονιάτας» (=σοβατζήδες), συμπεραίνει. «Έκτοτε παρά τώ καθ’ημάς λαώ, εγεννήθη η ιδέα ότι οι σοφοί και  λόγιοι, οίοι ήσαν οι ούτως αποκηρυχθέντες ως άθεοι, εισίν όλοι ασεβείς και κατά των επιστημόνων εν γένει ηγέρθη διωγμός ως τοιούτων». Ο Γεδεών ομολογεί ότι τα ίδια συνέβαιναν και στους βυζαντινούς χρόνους: «να νομίζη τους τοιούτους του πολιτισμού μύστας ο λαός, πνεύματα δραπετεύσαντα εκ της κολάσεως και υιούς του διαβόλου». O ίδιος καταγράφει την περίπτωση του μοναχού Παχώμιου, δάσκαλου στην Θεσσαλονίκη περί το 1716 που εξορίστηκε στο άγ. Όρος, «υβριστού του Αριστοτέλους άκρου» κατά τον Πάτμιο Μακάριο και οπαδό του Γάλλου Kαρτεσιανού φιλόσοφου και ιερέα Nικολά Μαλμπράνς. Μάλιστα ο Θεσσαλονικιός δάσκαλος («ελληνική Σχολή») Γιαννακός, ζητούσε το 1722 από τον φίλο του, μητροπολίτη Άρτης Νεόφυτο, να καταδικαστούν και οι μαθητές του Παχώμιου.

Friedel Adam de. “The Greeks, Twenty-four Portraits of the principal Leaders and Personages who have made themselves most conspicuous in the Greek Revolution, from the Commencement of the Struggle”, London-1830

Αναφέραμε πιο πάνω τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, εφημέριο Βενετίας, μαθηματικό και φιλόσοφο, δάσκαλο σε πολλά σχολεία και σχολάρχη στα Γιάννενα. Το πατριαρχείο, ξεσηκωμένο εναντίον του από τον καλόγερο και δάσκαλο της Καστοριάς Ιερόθεο Ιβηρίτη, που τον κατήγγειλε ως οπαδό του Μαλεβράνς και του Ισπανού θεολόγου Μολίνου (πέθανε στην φυλακή ως αιρετικός) τον κάλεσε σε απολογία και επειδή άργησε όντας γέρος και άρρωστος να πάει, ο Ιερεμίας ο Γ΄ και η Σύνοδος του 1720, με την σύμφωνη γνώμη του Χρύσανθου Ιεροσολύμων  αφώρισαν αυτόν που ήταν: «αποφώλιον τέρας, ανεμώλιος, Κακομεθόδιος, αμέθοδος…αφυής, ατέλειος, αλιτήριος….φιλόσαρκος και αγενές των ηδονών ανδράποδον…ως άλλος τις Σαρδανάπαλος» με «αδρανή και κενόν  νουν», «τυφλός και αμύητος» με διδασκαλία γεμάτη «σαπηδόνος βορβόρου και ακαθάρτου ύλης». Το δικαστήριο αγνόησε την υπερασπιστική αναφορά των προυχόντων των Ιωαννίνων, αλλά έδωσε βάση στον Μεγάλο Εκκλησιάρχη, Λογοθέτη  και Γραμματέα της πατριαρχικής αυλής Ν.Κριτία «άνδρα λίαν επικλινή  εις το κακολογείν» κατά τον Γεδεών. Ο Κριτίας, αντιπροσωπευτικό δείγμα λόγιου που παρασιτεί σε ηγεμονικές αυλές και μισεί σαν τις αμαρτίες του κάθε ελεύθερο πνεύμα, ρήτορας, κανονολόγος, συγγραφέας και «Λόγου προσφωνητικού τώ ηγεμόνι Ουγγροβλαχίας Στεφάνω Καντακουζηνώ», δάσκαλος της πατριαρχικής σχολής, καπουκεχαγιάς του τυράννου της Μολδαβίας Ι.Μαυροκορδάτου, πήρε σύνταξη  από τον μεγάλο Βεζίρη, επειδή του αφιέρωσε μεταφρασμένο στην τουρκική έργο του Κορυδαλλέα.

Ο λόγιος Χριστόδουλος Παμπλέκης, αντιμετώπισε τις κατηγορίες του διεφθαρμένου Διονυσίου, δεσπότη του Πλαταμώνα, ο οποίος τον αποκαλούσε «Ρουσόν», επειδή ασπαζόταν τις θεωρίες του Ρουσώ. Ο επίσκοπος έγραψε και υβριστική σάτιρα κατά του σοφού δασκάλου «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστόδουλου του εξ Ακαρνανίας». Ο αντίχριστος είχε διατελέσει μαθητής της Αθωνιάδας, αλλά ο δάσκαλός του ο Ευγένιος Βούλγαρης αναγκάστηκε πιεζόμενος να τον αποκηρύξει, αποκαλώντας το βιβλίο του «Περί φιλοσόφου», που εκδόθηκε το 1786 στη Βιέννη, «συμπίλημα αποτρόπαιων βιβλιαρίων». Στο βιβλίο αυτό περιείχοντο η Νευτώνεια αντίληψη του κόσμου και απόψεις Γάλλων φιλοσόφων. Ο πατριάρχης Νεόφυτος, αντιδρώντας στην δημοσίευση του βιβλίου του «Περί Θεοκρατίας», αφόρισε το 1793, χρονιά του θανάτου του, τον συγγραφέα, παίρνοντας en passent φαλλάγγι τον Βολταίρο και τους Τέκτονες και ενημερώνοντας γι’αυτό και τα υπόλοιπα πατριαρχεία: «Ούτος ο παμμίαρος όλην εκπιών την κύλικα των αιρέσεων…πολύμορφον θηρίον γενόμενος ή πολυσύνθετον τέρας….την άπειρον ουσίαν αρχήν του παντός εδανείσθη από τον παλαιόν Αναξίμανδρον τον Μιλήσιον και από τον νεώτερον Σπινόζαν…..τα θολερά και δυσώδη αυτών (εννοεί εδώ τους Βολταίρο, Ρουσσώ, τέκτονες) εκροφήσαντος νάματα…». Ο λόγιος Δημ.Γοβδελάς ο Ραψανίτης, ανηψιός του Διονυσίου, έβρισε με μένος τον νεκρό στο βιβλίο του «Εξοστρακισμός Χριστοδούλου του μονοφθάλμου», όπου τον αποκαλεί «χοιρόδουλον…..τετυφλωμένον……όνειδος του χριστιανικού πληρώματος, αίσχος της αμωμήτου ημών πίστεως». Από κοντά και ο αδελφός του μητροπολίτη Αθηνών Αθανασίου (1785), γιατρός Ιωάννης Τατλίκαρας ο Ραιδεστηνός (μοναχός Ειρηναίος από το 1822), που έγραψε κάποια κακοήθη σάτιρα εναντίον του. Η προσπάθεια δαιμονοποίησης του Παμπλέκη, ήταν πολυπλόκαμη. Σε ξυλογραφία που σώζεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, προερχόμενη από αναιρετική φυλλάδα των αρχών του Παμπλέκη, απεικονίζεται ιπτάμενος διάβολος να  απευθύνεται στον μονόφθαλμο λόγιο λέγοντας: «Συνέλαβες πόνον και  έτεκες ανομίαν…». Η Εκκλησία όμως, βρίζοντας δεξιά και αριστερά κάθε σκεπτόμενο όν, είχε ανάγκη να παρουσιάσει κάποιους δικούς της φιλοσόφους. Έχρισε λοιπόν «υπάτους των φιλοσόφων» όπως γράφει ο Άρχων της Μ.Εκκλησίας Μ.Γεδεών, που καταγράφει και πολλά από τα παραπάνω, τους Ιάκωβο Μάνο τον Αργείο («ο των φιλοσόφων ύπατος» αναφέρεται με τόσο θράσος και στο «Κωνσταντινίας παλαιά τε και νεώτερα…Συνταχθείσα παρά ανδρός φιλολόγου και φιλοαρχαιολόγου, εκ της τυπογραφίας Δημητρίου Πασπάλη-1844) και Ιωάννη Λέσβιο τον Τζανή, που «ουδέ ήσαν άξιοι τοιαύτης ονομασίας…μηδέ γινώσκοντες αυτής της λογικής τους στοιχειωδεστέρους κανόνας…».

*-*

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

This entry was posted in «Ιερή» Εξουσία, Γράμμα από το Ληξούρι, θρησκεία/κλήρος, Logos. Bookmark the permalink.

7 Responses to Η Ελληνορθοδοξία απέναντι στη Φιλοσοφία και στην Επιστήμη [2]

  1. Ο/Η laskaratos λέει:

    Εξουσιασμός και ολοκληρωτισμός, οικονομική και σεξουαλική διαφθορά, υποκρισία:

    Η καύση των βιβλίων από ομοφυλόφιλους ηθικολογούντες ζηλωτές Επισκόπους, μιας Εκκλησίας που εμπορεύεται με κρατικό προνόμιο, αλκοόλ και τσιγάρα.
    1999, Ρωσία: Ο Νίκων του Αικατέριμπουργκ

    Russian Priests Accuse a Bishop, Plunging the Church Into Turmoil
    By MICHAEL R. GORDONJULY 18, 1999

    Set on the Ural mountain divide between Europe and Asia, this city has long been at the crossroads of Russian history.

    Russia’s last Czar was executed in Yekaterinburg. President Boris N. Yeltsin began his political career here as a Communist Party boss. And the local military still boasts of its cold war role in shooting down Gary Powers’s U-2 spy plane.

    But Yekaterinburg is best known these days for the protest that has rocked the nation’s most trusted institution: the Russian Orthodox Church.

    Yekaterinburg’s powerful Bishop has been accused by local priests of rampant corruption, book burning and sexual impropriety.
    ……………………..
    Father Vsevolod Chaplin, the spokesman for the Moscow Patriarchate, acknowledged in an interview that the Russian Government had indirectly helped the church by allowing it to bring tobacco and alcohol into the country tax-free. The goods were designated as »humanitarian aid.»

    The church turned the cigarettes and liquor over to private companies, which sold them and shared their profits with the church. Father Chaplin said the practice — roundly criticized by the Russian press — has been stopped.

    The church’s finances, however, are still secretive.
    …………….

    Στημένη στην οροσειρά των Ουραλίων ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, αυτή η πόλη βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό στο σταυροδρόμι της ρωσικής ιστορίας.

    Ο τελευταίος τσάρος της Ρωσίας εκτελέστηκε στο Εκατερίνγκμπουργκ. Ο Πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα εδώ ως αρχηγός Κομμουνιστικού Κόμματος. Και ο τοπικός στρατός εξακολουθεί να υπερηφανεύεται για το ρόλο του τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου στην κατάρριψη του κατασκοπικού αεροπλάνου U-2 του Gary Powers.

    Αλλά το Εκατερίνιμπουργκ είναι γνωστό σήμερα αυτές τις μέρες για τη διαμαρτυρία που έπληξε το πιο αξιόπιστο θεσμό του έθνους: τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.

    Ο ισχυρός επίσκοπος του Αικετερίνμπουργκ κατηγορήθηκε από τοπικούς ιερείς για αχαλίνωτη διαφθορά, καύση βιβλίων και σεξουαλική παρέκκλιση…………….
    Ο πατήρ Βσεβολόνδιος Τσάπλιν, ο εκπρόσωπος του πατριαρχείου της Μόσχας, ανακοίνωσε πως η ρωσική κυβέρνηση βοήθησε έμμεσα την Εκκλησία επιτρέποντάς της να εισάγει αφορολόγητα καπνό και αλκοόλ στη χώρα. Τα εμπορεύματα ορίστηκαν ως «ανθρωπιστική βοήθεια».

    Η εκκλησία διοχέτευσε τα τσιγάρα και το ποτό σε ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες τα πώλησαν και μοιράστηκαν τα κέρδη τους με την εκκλησία. Ο Πατέρας Τσάπλιν δήλωσε ότι αυτή η πρακτική – η οποία επικρίθηκε κατηγορηματικά από τον ρωσικό Τύπο – έχει σταματήσει.

    Ωστόσο, τα οικονομικά της εκκλησίας εξακολουθούν να είναι μυστικά………….

    • Ο/Η Πρεζόνι λέει:


      Εντιμότατοι

      Όξω οι αθέοι
      Hellas

      Ψωμιάδης καίει βιβλία

      http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/24324

      Το καλύτερο/χειρότερο βίντεο με Ψωμιάδη: τότε που έκαιγε βιβλία (!) 8.4.2011

      Το 2000 ζούσα στο Λονδίνο τότε αλλά είχα επιστρέψει για λίγο στη Θεσσαλονίκη, για διακοπές. Ήμουν βόλτα με παρέα στην Πλατεία Αριστοτέλους και ρουφούσα όλες τις εικόνες που τόσο μου είχαν λείψει. Ξαφνικά είδα την (περίπου) παραπάνω εικόνα, εξω απ’ τον Ιανό. Υπήρχαν κάμερες. Και αστυνομικοί. Και εξαγριωμένες γιαγιάδες με τσεμπέρια. Και μια φωτιά. Κι ο Ψωμιάδης. Πλησίασα. Γύρω στα 40 άτομα (μέλη παραθρησκευτικών, κυρίως, οργανώσεων, όπως θα μάθαινα μετά) τραγουδούσαν με συγκίνηση τον Εθνικό μας Ύμνο. Οι κάμερες τους τραβούσαν. Μας τραβούσαν. «Τι γίνεται;» ρώτησα μια κυρία παρακολουθώντας με την άκρη του ματιού μου τον τότε βουλευτή Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη να εμψυχώνει τους υπόλοιπους. «Μπήκε στο βιβλιοπωλείο ο Ανδρουλάκης!» απάντησε με μια έκφραση αηδίας, λες και είχε πει «μπήκαν τα τανκς στην εκκλησιά». Πήρα μια δεύτερη γνώμη. «Παρουσιάζει το βιβλίο του ένας βλάσφημος, ο Μίμης Ανδρουλάκης!» μου εξήγησε συνωμοτικά ένας νεαρός. «Είναι κομμουνιστής!» πρόσθεσε με βδελυγμία. Μερικά αντίτυπα του πρόσφατου μυθιστορήματός του [τα οποία οι πιστοί είχαν προφανώς αναγκαστούν να αγοράσουν!] βρίσκονταν στη φωτιά, ενώ ο Παναγιώτης Ψωμιάδης έσπρωχνε με το πόδι σελίδες στη φωτιά, μη τυχόν παραπέσουν και δεν καούν. «Και τι σας πειράζει;» ρώτησα αν και υποψιαζόμουν την απάντηση. «Τι μας πειράζει;» εξοργίστηκε ο νεαρός. «Αυτός ο κομμμουνιστής έβρισε την Παναγίτσα μας! Την Παναγίτσα μας έβρισε.» Φύγαμε. Απ’ ό,τι βλέπω στο βίντεο μετά οι αγνοί Χριστιανοί γιουχάισαν τους ακροατές της παρουσίασης καθώς αυτοί έβγαιναν (τους πέταξαν και αβγά) και έκαψαν μερικά βιβλία ακόμα. Αλλά αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη τότε, τι να πεις; Πραγματικά δεν είχα νιώσει καμία έκπληξη με το συμβάν, παρ’ ό,τι τώρα μου φαίνεται εξωφρενικό.

      Χυτήριο

  2. Ο/Η Πρεζόνι λέει:

    Ρωσία: Ναζί και πιστοί καίνε βιβλία

    https://www.rferl.org/a/russia-books-burned-soros/27488173.html
    January 14, 2016
    Under Fire: Russian Book-Burning Prompts Dismay

    The books were reportedly published with the support of the Soros Foundation, a nongovernmental organization founded by billionaire philanthropist George Soros.

    A decision by the authorities in a northwestern Russian republic to burn more than 50 books on the grounds they contained ideas «alien to Russian ideology» has sparked dismay in Russia, prompting the Culture Ministry to distance itself from the controversial move.

    The books were reportedly published with the support of the Soros Foundation, a nongovernmental organization founded by billionaire philanthropist George Soros.

    In November 2015, Russian prosecutors placed two branches of Soros’ charity network, the Open Society Foundations (OSF) and the Open Society Institute (OSI), on a list of «undesirable» organizations and banned them from handing out grants.

    The local news website 7×7 said 53 books were torched in the yard of a local college.

    Citing an official letter (left, click to enlarge) from the regional Education Ministry, the website reported on January 13 that college libraries in the republic of Komi were searched last month for books published with funds from the Soros Foundation.

    The letter said the books were destroyed at the request of a presidential envoy.

    Russia’s combative culture minister, Vladimir Medinsky, was quick to deny his ministry was behind the initiative, which he denounced as «totally unacceptable.»

    Burning books, he said, «looks so bad» and evokes what he called «strange historical associations» — an apparent reference to the campaign by 1930s Nazi Germany and Austria to publicly burn books they deemed subversive.
    News of the books’ destruction in Komi has been met with outrage and ridicule on Russian social networks, with a number of commentators drawing parallels with the Nazi era

    Book Burning is Terrorism


    neo-nazis burn books too. This is in the Crimea.

  3. Ο/Η Μπαμπινιώτης λέει:

    Ένας μορφωμένος παπάς που οι δεσποτάδες τον κυνήγησαν άγρια


  4. Ο/Η Γιάννης λέει:

    Η φιλοσοφία και η επιστήμη μελετούν και ερευνούν την φύση και τον άνθρωπο, ενώ η εκκλησία τα περιφρονεί και τα δύο. Να τι γράφει ο Εμμανουήλ Ροίδης: «Απ’ εναντίας η έρευνα των εκκλησιαστικών μνημείων πείθει ημάς ότι αυτήν την φύσιν απεστρέφετο ο χριστιανός, ότι η χρυσή ελπίς αυτού και άσβεστο πάθος ήτο ο όλεθρος της οικουμένης, η έκλειψις της ζωής, η συντέλεια του αιώνος, ην παρίστα ως εγγίζουσαν και ποθητή» ή » Καταρώμενος την φύσιν άπασαν, ηναγκάζετο να θεωρή ως παγίδα του Σατανά την ευωδίαν του άνθους και το καλάηδημα της αηδόνας»(Αι Μάγισαι του Μεσαίωνος)

  5. Ο/Η Μimi metallurgico λέει:

    https://www.pare-dose.net/2046

    H Εκκλησία, o «πολύτιμος» εθνικός ρόλος της και η «συμβολή» της στην παιδεία και την επιστήμη – Απλά μαθήματα θρησκευτικού χαμαιλεοντισμού

    Ορθοδοξία η θάνατος«Είναι εκπληκτικό, πώς μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Εκκλησία κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλει στη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε μάλιστα τόσο με την ιδέα αυτή ώστε να κατακεραυνώνει όσους της αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία στους εθνικούς αγώνες. Βέβαια αυτός ο εναγκαλισμός Ορθοδοξίας και εθνικισμού μετά από τον 19ο αι. και εξής συνέβη με όλες τις βαλκανικές χώρες, και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να απορούμε. Αν η Εκκλησία δεν είχε την τεχνογνωσία της προσαρμογής σε διαδοχικές εξουσίες και καταστάσεις, δεν θα είχε επιβιώσει επί δύο χιλιετίες. Και από την άποψη ενός θεσμού με δισχιλιετή ιστορία, ένα κράτος όπως το ελληνικό, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ούτε 200 χρόνια ύπαρξης, δεν είναι παρά επεισόδιο στη ζωή του».
    Αντώνης Λιάκος, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

    Είναι πραγματικά παράξενος αυτός ο σφιχτός εναγκαλισμός Εκκλησίας και εθνικισμού, όπου η μία πλευρά υποστηρίζει και τροφοδοτεί την άλλη. Παράξενος, γιατί η ιστορία διδάσκει πως στα καθ’ ημάς τουλάχιστον η Εκκλησία όχι μόνο δεν «συμπλήρωσε» τον ελληνισμό, όχι μόνο δεν βοήθησε στην εθνική αφύπνιση και απελευθέρωση του ελληνικού λαού από την τυρρανία του σουλτάνου, αλλά και πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις αυτή την αφύπνιση και απελευθέρωση, και, μετά τη δημιουργία ελληνικού κράτους, καπηλεύτηκε πρόστυχα τους αγώνες του ελληνικού λαού.

    Χριστιανοί απολογητές

    Αποκαθήλωση στο όνομα της θρησκείας Καταρχάς, αξίζει να σταθούμε στο σφετερισμό της εβραϊκής παράδοσης (Π. Διαθήκη) από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές, οι οποίοι , στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την αρχαιότητα και άρα την ανωτερότητα του χριστιανισμού από την ελληνορωμαϊκή παράδοση (!), ερμήνευσαν τις ιστορίες για τον Ιησού ως εκπλήρωση των βιβλικών προφητειών.

    Οι ελληνορθόδοξοι αντισημίτες εθνικιστές, ίσως βρεθούν σε αδιέξοδο, αν μάθουν ότι:
    «Οι χριστιανοί απολογητές αποδέχτηκαν στην ουσία την επιχειρηματολογία των Εβραίων ιστορικών, αναφορικά με τα πρωτεία της εβραϊκής ιστορίας έναντι των Ελλήνων και κατ’ επέκταση όλων των άλλων λαών. Στον ιδεολογικό τους πόλεμο κατά των εθνικών, η επίκληση των μαρτυριών της Παλαιάς Διαθήκης απεδείχθη πολύτιμο όπλο, καθ’ όσον οι χρονολογικές πηγές που πραγματεύονταν, ξεπερνούσαν τα καθαρά «ιστορικά» όρια των Ελλήνων. Αλλά και σε σχέση με τους ανατολικούς λαούς, Ασσυρίους, Φοίνικες και Αιγυπτίους, υποστήριζαν ότι οι Έλληνες υστερούσαν στην ιστορία και τον πολιτισμό, διότι είχαν εμφανιστεί πολύ αργότερα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η αρχαιότητα ενός λαού έναντι κάποιου άλλου σήμαινε και την πολιτιστική του υπεροχή. Ο Ιουστίνος Μάρτυς (σ.σ.: τη μνήμη του οποίου η εκκλησία μας τιμά την 1η Ιουνίου), στηριζόμενος σ’ αυτού του είδους ακριβώς την επιχειρηματολογία, υποστήριξε την άποψη ότι οι περί δημιουργίας απόψεις του Πλάτωνα είχαν αντληθεί από τον Μωϋσή» (Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, εκ. Κανάκη, τ. Α’, σ. 34).

    Μέγας Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη

    Μέγας Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη Η εποχή του Μ. Κωνσταντίνου σηματοδοτεί μία διαχρονική σχέση αγάπης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και Εκκλησίας, που θα περάσει ατόφια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και θα συνεχιστεί ως τις μέρες μας. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι η πρακτική των διωγμών δεν ήταν προς όφελος της ανερχόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ από την πλευρά της η χριστιανική θρησκεία εξασφάλιζε «ισχυρό ηθικό έρεισμα στην αυτοκρατορική απολυταρχία» (G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, τ.Α’, σ. 107). Ένας ο βασιλιάς στον ουρανό, ένας ο βασιλιάς στη γη! Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η προσπάθεια του Ευσέβειου Καισαρείας να παρουσιάσει τον Κωνσταντίνο «ως την επίγεια εικόνα του θείου Λόγου» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 63).

    Την ίδια περίοδο θεσπίζονται μία σειρά μέτρα, μεταξύ των οποίων «η απαλλαγή του κλήρου από πάσης φύσεως φορολογία ή πολιτική και στρατιωτική υπηρεσία προς το κράτος», […] καθώς επίσης «η αναγνώριση του δικαιώματος της εκκλησίας να έχει ιδιοκτησία και να δέχεται δωρεές» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 71).

    Ο φιλέλληνας ποιητής Πέρσυ Σέλεϋ, γράφει χαρακτηριστικά για τον Κωνσταντίνο:
    «Το τέρας…τάϊζε στην αυλή του μια κουστωδία αιμοβόρων παπάδων, που ένας και μόνον από αυτούς θα έφτανε να κάνει την μισή ανθρωπότητα να πολεμήσει την άλλη μισή».

    Φυσικά, οι «διευκολύνσεις» και η προνομιακή μεταχείριση που προσφέρθηκαν στην Εκκλησία, ήταν αρκετά για να κάνει άγιο κάποιον (η μνήμη του «τιμάται» στις 21 Μαΐου), που θεωρείται υπεύθυνος ή ηθικός αυτουργός, για τις δολοφονίες του 17χρονου γιου του, του 12χρονου ανηψιού του, της συζύγου του, του πεθερού του, των δυο γαμπρών του και του κουνιάδου του.

    Επειδή όμως κοντά στον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, η Εκκλησία φρόντισε να «αγιοποιήσει» και να «τιμήσει» (επίσης στις 21 Μαΐου) και την μητέρα του, Ελένη (ηθικός συναυτουργός στην δολοφονία της νύφης της), η οποία ως φαίνεται, ασκούσε το αρχαιότερο επάγγελμα στο πανδοχείο της, μέχρι την στιγμή που γνώρισε τον πατέρα του Μέγα Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο. Ένας άλλος άγιος μάλιστα, ο άγιος Αμβρόσιος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, πως «ο Χριστός την περιμάζεψε από την κοπριά».

    Ο Άγγελος Βλάχος στις αναμνήσεις του ως πρόξενου στα Ιεροσόλυμα («Μια φορά κι ένα καιρό»-εκδ.Εστία) γράφει: «Όταν διαβάζει κανείς το χρονικό (απόκρυφο υποθέτω) της ανακαλύψεως του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, φρικιά με τα απάνθρωπα βασανιστήρια που μεταχειρίστηκε η Αγία για να αναγκάσει τρεις Εβραίους να της αποκαλύψουν το μέρος όπου είχαν κρύψει το Τίμιο Ξύλο. Τρεις μέρες τους βασάνιζε κάνοντας το χριστιανικό της χρέος και, αν θυμούμαι καλά, τους θανάτωσε όταν της είπαν την αλήθεια, όχι βέβαια για να τους απαλλάξει ευσπλαχνικά από την ζωή, αφού τους είχε σπάσει τα κόκαλα και τους είχε παντοιοτρόπως τσουρουφλίσει, αλλά για να τους τιμωρήσει».

    Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως – Θέλημα Θεού και συντέλεια του κόσμου

    Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης Ηταν ακατανόητο για τους χριστιανούς το γεγονός ότι ο Θεός «έδωσε» τη νίκη στους «ασεβείς» μωαμεθανούς το 1453. Συνέβη προς εξαγνισμό των αμαρτιών τους; Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, θεωρούσε την πτώση της Πόλης σημάδι της συντέλειας του κόσμου, που την περίμενε το 1492. To μοιραίο αυτό έτος θα συμπληρώνονταν 7.000 χρόνια από τη δημιουργία του κόσμου, σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, και εφόσον «μια ημέρα Κυρίου, χίλια έτη επί γης», η περίοδος αυτή αντιστοιχούσε σε μια εβδομάδα του Θεού, επομένως μπορούσε να κλείσει ο κύκλος που άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου.

    Η ένταση των αποκαλυπτικών αναμονών δημιούργησε απτά γεγονότα. Ο παροξυσμός του μαρτυρίου είναι ένα από αυτά. Ο κόσμος των ιδεών και των παραστάσεων των νεομαρτύρων παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με αντιλήψεις των χρησμολόγων. Υπήρξαν κινήματα, όπως του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που ελαύνονταν από παρόμοιες εσχατολογικές αντιλήψεις. Στις περισσότερες ερμηνείες της Αποκάλυψης θεωρούνταν ότι ο Μωάμεθ είχε προαναγγελθεί ως το τέταρτο θηρίο. Σε άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζεται ως γιος του Διαβόλου. Από τις αντιλήψεις αυτές γεννήθηκε η ιδέα ότι το Ισλάμ δημιουργήθηκε βάσει «σατανικού» σχεδίου, ενώ ο Μωάμεθ στάλθηκε στη γη ως αντίβαρο του Χριστού. Αν όμως η Τουρκοκρατία ισοδυναμούσε με την κυριαρχία του Αντιχρίστου, όπως είχε προφητεύσει η Αποκάλυψη, τι επιφύλασσε το μέλλον για τους χριστιανούς; Θεολόγοι όπως ο Γεώργιος Κορέσιος ή ο Αναστάσιος Γόρδιος και o Νεκτάριος Τέρπος υποστήριζαν ότι ύστερα από το εσχατολογικό αυτό γεγονός θα επέλθει η συντέλεια του κόσμου. Αλλοι, όπως ο Πανταζής ο Λαρισαίος, ο Λίνδιος, ο Θεοδώρητος και ο Κύριλλος, διακήρυσσαν ότι μετά την πτώση του μωαμεθανισμού και του παπισμού θα επικρατούσε στον κόσμο η αναμενόμενη χιλιετής βασιλεία του Χριστού με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η περιοδολόγηση της ιστορίας σε τέσσερις αυτοκρατορίες, σύμφωνα με το όραμα του προφήτη Δανιήλ, αποτελούσε το υπόβαθρο της ιστορικής τους αντίληψης. Πού βρισκόμαστε τώρα, σε ποιο σημείο της ιστορίας, αναρωτιόταν ο Αναστάσιος Γόρδιος (18ος αι.), βέβαιος ότι η ιστορική πορεία είχε προδιαγραφεί στη Βίβλο:
    «Άραγε ποία είναι η βασιλεία του Μωάμεθ και εις ποίαν αράδα ευρίσκεται μέσα εις την Θείαν Γραφήν; Διατί η Θεία Γραφή τέσσαρας βασιλείας μεγάλας του κόσμου φανερώνει πως έχουν να κυριεύσουν όλον τον κόσμον, μία κατόπιν την άλλην, και εις την τετάρτην βασιλεία μέλλει να γίνει η συντέλεια του κόσμου».

    Η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ήταν, δηλαδή, αδιανόητη. Η αποκαλυπτική πίστη ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε τα αποκαλυπτικά κείμενα, οι προφητείες, οι χρησμοί αποτελούσαν μέρος της καθημερινής λαϊκής κουλτούρας. Οι διατριβές των Α. Αργυρίου («Οι ελληνικές ερμηνείες στην Αποκάλυψη») και Αλ. Καριώτογλου («Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία») δείχνουν έναν κόσμο πεποιθήσεων που θα ξάφνιαζε τον ιστορικά εγγράμματο σημερινό αναγνώστη. Αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαμε να τον δούμε παλαιότερα, αρχικά εξαιτίας της αναδρομικής προβολής επάνω του της εθνικής ιδέας και στη συνέχεια επειδή υπερεκτιμήθηκε η εμβέλεια του Διαφωτισμού.

    Ωστόσο η αναμονή του τέλους της ιστορίας δεν εμπόδισε τον Σχολάριο να διαπραγματεύεται με τον Μωάμεθ τον κατακτητή προνόμια για την Εκκλησία και να την εντάσσει στα φορολογητέα υποκείμενα της αυτοκρατορίας.

    Το 1774 και οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι ήταν γεγονότα που πυροδότησαν εκ νέου προφητείες. Η απογοήτευση από τον πόλεμο αυτόν έδωσε τη στροφή προς την εκκοσμικευμένη αντίληψη της ιστορίας. Διεύρυνε, δηλαδή, τον κύκλο όσων διαπίστωναν την πλήρη ανεπάρκεια των παλαιών κωδίκων για την ανάγνωση του κόσμου και την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου κώδικα. Αυτή η μετάβαση από το ένα σύστημα σκέψης στο άλλο, δηλαδή από την αποκάλυψη και τη θεωρία των τεσσάρων αυτοκρατοριών στην αναβίωση του αρχαίου έθνους και από την προεγγραφή των γεγονότων στην ακολουθία αιτίας – αποτελέσματος, ήταν η αναγκαία συνθήκη ώστε να γίνει το πέρασμα και στην ιδέα του έθνους. Χωρίς την εγκατάλειψη της πίστης στη συντέλεια του κόσμου δεν μπορούσε να γεννηθεί η συνείδηση του έθνους. Αν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα παρόμοιες χρησμολογίες για να εμψυχώσουν εθνικά κινήματα, αυτό έγινε με εντελώς εργαλειακό τρόπο και δείχνει πόσο εμπεδωμένες ήταν στο λαϊκό φαντασιακό οι αποκαλυπτικές ιδέες ως η μορφή που έπαιρνε το μέλλον.

    Η αναδίφηση των παλιών αποκαλυπτικών κειμένων αυτής της εποχής δείχνει ότι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από την εικόνα συμπόρευσης Εκκλησίας και εθνικού απελευθερωτικού πνεύματος. Η προφητεία εξηγούσε την ιστορία, και όχι το αντίθετο. Και η προφητεία δεν μίλαγε για εθνική απελευθέρωση αλλά για τη συντέλεια του κόσμου και τη χιλιετή βασιλεία του Θεού. Η έννοια «έθνος», για να συνειδητοποιηθεί, απαιτούσε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό μοντέλο ιστορικής συνείδησης από το αποκαλυπτικό.

    Η ικανότητα προσαρμογής

    Ο Δεσπότης Χριστός Η Εκκλησία είχε αρχίσει να παίρνει αποστάσεις από την πολιτική εξουσία ήδη πριν από την άλωση της Πόλης, όταν αντιλήφθηκε ότι το κράτος θα ναυαγούσε ενώ η ίδια θα επιβίωνε. Εξάλλου η Εκκλησία επί τέσσερις αιώνες πριν από την Άλωση συμβίωνε με τους Οθωμανούς που είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς αυτοκρατορίας. Βαθμιαία η Εκκλησία αυτονομήθηκε και υποκατέστησε συμβολικά την αυτοκρατορία. Το βλέπει κανείς και στις αλλαγές στην εικονογραφία. Μετά την Άλωση εμφανίστηκε η εικόνα του Δεσπότη Χριστού με αυτοκρατορική αμφίεση και βασιλική μίτρα. Σε μικρούς αυτοκράτορες μεταμφιέστηκαν από τότε και οι ορθόδοξοι επίσκοποι. Η αυτονόμηση της Εκκλησίας φυσικά διευκολύνθηκε και από την ενωτική πολιτική των Παλαιολόγων και ο θρίαμβος των Τούρκων επισφράγισε τη νίκη των Ανθενωτικών. Με την Άλωση η Εκκλησία απελευθερώθηκε από τον σφιχτό εναγκαλισμό της χριστιανικής εξουσίας.

    Το χαμένο ραντεβού ανάμεσα στην Άλωση και στη συντέλεια αποδέσμευσε και τα λόγια στρώματα από την αποκαλυπτική παράδοση. Σιγά σιγά μικρές ομάδες από τη σημειολογική επικράτεια του αποκαλυπτικού χρόνου άρχισαν να περνούν στη σημειολογική επικράτεια της αναβίωσης του αρχαίου κόσμου, σε ένα άλλο δηλαδή χρονικό σχήμα, ακολουθώντας βέβαια ανάλογες διανοητικές μετατοπίσεις στην Ιταλία, με την οποία άλλωστε αυτές οι ομάδες συνδέονταν. Τον αυτοπροσδιορισμό Έλληνες ή Ελληνορωμαίοι άρχισαν να τον χρησιμοποιούν μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα γενικού εξαρχαϊσμού, στα οποία οι Τούρκοι ονομάζονταν Αχαιμενίδες ή Πέρσες, οι Μουσουλμάνοι Ισμαηλίτες ή Αγαρινοί και οι Ιταλοί Λατίνοι. Αυτά τα συμφραζόμενα άλλωστε οδηγούσαν και στον άκρατο εξαρχαϊσμό της γλώσσας. Σε αυτή την κατεύθυνση ωθήθηκαν βέβαια και από άλλους λόγους. Σε μια ατμόσφαιρα αναβίωσης των ελληνικών και λατινικών σπουδών που προκάλεσε η Αναγέννηση, η επίκληση της ελληνικότητας αποτελούσε ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο. Βέβαια αυτή η τάση αφορούσε ελάχιστους κύκλους. Οι περισσότεροι ονόμαζαν «Έλληνες», τους παγανιστές και τους αλλόδοξους.

    Οθωμανική κατάκτηση και Πατριαρχείο

    Ο Σουλτάνος και ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος Τα μεγάλα ψέματα αρχίζουν με την εξιστόρηση στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης, κατά τα οποία υποτίθεται πως η χριστιανική πίστη και Εκκλησία διώκονται, τα ελληνικά γράμματα απαγορεύονται, ενώ ο γενναίος κλήρος μέσω των κρυφών σχολειών συντηρεί άσβεστη την ελληνική φλόγα, και συμβάλλει στην εθνική αφύπνιση.

    Είναι βέβαια αναμφισβήτητες αλήθειες οι συχνές βιαιοπραγίες κατά υποδούλων χριστιανών λόγω θρησκευτικού φανατισμού, καθώς και οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι οι οθωμανικές αρχές δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση τον μαζικό εξισλαμισμό των χριστιανών, μιας και κάτι τέτοιο «θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος, το οποίο, όπως είναι γνωστό, στηριζόταν στην εκμετάλλευση των υποδούλων» (Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνος, τ.Ι, σ. 56).

    Ήταν συμφέρον του σουλτάνου οι χριστιανοί να διατηρούν άσβεστη την πίστη τους, καθώς η «ιδιαιτερότητά» τους αυτή εξασφάλιζε στην Υψηλή Πύλη το περίφημο «χαράτσι». Για να το πετύχει αυτό, ο σουλτάνος έδωσε ηγετική θέση και σημαντικά προνόμια στο Πατριαρχείο, που θα διατηρηθούν σε γενικές γραμμές σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

    «Η ηγετική αυτή θέση του Πατριαρχείου και το εκκλησιαστικό γενικά καθεστώς που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας θεμελιώθηκε σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ ο Πορθητής αποφάσισε να ανασυστήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να αναγνωρίσει σ’ αυτό τα λεγόμενα προνόμια και να επιλέξει ως Πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο». […]
    Το νέο και σημαντικότατο στοιχείο στην όλη διαδικασία ήταν ότι μαζί με την επικύρωση της εκλογής ο Σουλτάνος παραχώρησε και τα λεγόμενα προνόμια: ο Πατριάρχης ήταν “αναίτητος και αφορολόγητος και αδιάσειστος”, εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε, έπαυε και τιμωρούσε τους κληρικούς, ασκούσε πνευματική και διοικητική εποπτεία σε όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα, εκδίκαζε αστικές υποθέσεις των ορθοδόξων» (Χ. Πατρινέλης, «Η Οργάνωση του Γένους υπό τους Τούρκους και η Επιβίωσή του», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, εκδ. Αθηνών, τ.Ι., σ. 92-3).

    Ο ίδιος ο Πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε δώσει διαταγή να καούν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, δεν παραλείπει να σημειώσει ότι τον παρηγορεί η «γνώσις ομού και φιλανθρωπία του Σουλτάνου, ο οποίος όχι μόνο ανασυνέστησε την Εκκλησία, αλλά και την κατέστησε «ελευθέραν» και μάλιστα «μετά πολλών αυτού δωρέων» (στο ίδιο, σελ. 97). Όσο για το πόσο Έλληνας ένιωθε, μας το ομολογεί ο ίδιος: «Ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι» (Κ. Θ. Δημαράς, «Το Σχήμα του Διαφωτισμού», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 349).

    Διαφύλαξη εθνικής συνείδησης και ελεύθερου φρονήματος

    Ο Χριστόδουλος υψώνει το λάβαρο της Επανάστασης Έχει περάσει στην «επίσημη» Ιστορία μας ότι η Εκκλησία διαφύλαξε και διέσωσε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, και ότι τους προετοίμαζε ιδεολογικά και ψυχολογικά για την ώρα του μεγάλου σηκωμού. Πρόκειται για εντελώς αυθαίρετη αντίληψη, που αγνοεί σημαντικές παραμέτρους της ιστορίας.

    «Το ελληνικό έθνος ως “διαμορφωμένη οντότητα” δεν υπάρχει την εποχή της πτώσης της
    Κωνσταντινούπολης ούτε τους επόμενους δύο αιώνες. Διαμορφώνεται σταδιακά ανάμεσα στο 1770 και το 1820 από τμήματα τριών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: των Ρωμιών, των Αρβανιτών και των Βλάχων υπό την ιδεολογική ηγεμονία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και υπό την ηγεσία τριών κοινωνικών κατηγοριών (λογίων, έμπορων, οπλαρχηγών). Η αντίληψη ότι υπήρχε ελληνικό έθνος υπόδουλο επί 400 χρόνια στους «Τούρκους» και ότι η Εκκλησία διαφύλαξε την ελληνικότητα και την εθνική συνείδηση των «υπόδουλων Ελλήνων», εκτός του ότι είναι ιστορικά ανακριβής στην πραγματικότητα αποτελεί ιδεολογική προπαγανδιστική κατασκευή του ελληνικού κράτους, το οποίο την περίοδο 1830-1930 προσπαθεί να διαμορφώσει την εθνική μυθολογία του» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 14-5).

    Στην πραγματικότητα, στάση της Εκκλησίας ήταν η μοιρολατρία και υποταγή απέναντι στον Σουλτάνο, την οποία και ενστάλλαζε στους πιστούς. Στο ερώτημα «γιατί ο Θεός εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη», η απάντηση των θεολόγων και της Εκκλησίας «απηχούσε την εβραιοχριστιανική θεοκρατική αντίληψη της ιστορίας»: ο Θεός τιμωρεί τους χριστιανούς για τις αμαρτίες τους (Χ. Πατρινέλης, στο ίδιο, σ. 95).

    «Η ερμηνεία αυτή, που έγινε πια κοινή πεποίθηση μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και που με μικρές παραλλαγές –και λίγες εξαιρέσεις– κυριάρχησε στις συνειδήσεις σε όλη την τουρκοκρατία, υπαγόρευσε και τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στην κυρίαρχη τουρκική εξουσία, στάση νομιμοφροσύνης και υποταγής, αφού μάλιστα ο αλλόθρησκος δυνάστης έδινε επίσημες εγγυήσεις για το απαραβίαστο της Εκκλησίας και για την ελευθερία της λατρείας. […] Άλλωστε οι έννοιες πολιτική ελευθερία, κοινωνική πρόοδος και ευημερία, ελεύθερη πνευματική ζωή, προαγωγή γενικά του πολιτισμού ήταν είτε ανύπαρκτες ακόμη στην Ανατολή, είτε ξένες ή τουλάχιστον δευτερεύουσας σημασίας για την Εκκλησία» (Πατρινέλης, στο ίδιο, σελ.95-6).

    Αρκεί να θυμηθούμε ότι η ίδια ραγιάδικη συμπεριφορά με την γελοία αιτιολογία, αναπαράγεται από την Εκκλησία μέσω της επαίσχυντης «Πατρικής Διδασκαλίας», παραμονές της Επανάστασης:
    «Το 1798 τυπώθηκε επίσης στο πατριαρχικό τυπογραφείο και κυκλοφόρησε η «Πατρική Διδασκαλία» για να πληροφορηθούν οι ανήσυχοι ραγιάδες ότι «ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος…ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξει αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι…» […] Οι πατριάρχες και η ιεραρχία καθώς επίσης και οι φαναριώτες … και γενικά η παραδοσιακή ηγεσία του Ελληνισμού θεωρούσε ως άρθρο πίστεως την ανάγκη ειρηνικής συνυπάρξεως του Γένους με την κυρίαρχη οθωμανική πολιτεία. Οι εθνικιστικές ιδέες … δεν είχαν αγγίξει ή δεν είχαν πείσει ακόμη τη συντηρητική ηγεσία του Γένους» (Χ. Πατρινέλης, «Οι Σχέσεις της Εκκλησίας με την Οθωμανική Πολιτεία», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ.ΙΑ, σ.125-6).

    Η δικαιολογία ότι η δουλική αυτή στάση της Εκκλησίας ήταν προϊόν εκβιασμού του Σουλτάνου, και ότι υπαγορευόταν από την επιθυμία της να σώσει το ποίμνιο από την τουρκική εκδικητικότητα, ακόμα κι αν ευσταθεί, είναι εντελώς ασύμβατη με την εικόνα μιας Εκκλησίας, η οποία στα χρόνια της σκλαβιάς υποτίθεται πως έπλαθε αδούλωτες ψυχές και ενστάλλαζε το φρόνημα της ελευθερίας.

    Το εντελώς ανάποδο! Όπως θα δούμε και πιο κάτω, ακόμα και οι προοδευτικές ιδέες στον τομέα επιστημών ή η στροφή στα ιδεώδη των αρχαίων Ελλήνων, κυνηγήθηκαν με μένος από την Εκκλησία, παρόλο που η οθωμανική εξουσία για τα ίδια θέματα αδιαφορούσε (και άρα δεν ετίθετο ζήτημα ανωτέρας βίας).

    Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην επιστήμη, την ιδεολογική προετοιμασία και το ξέσπασμα της Επανάστασης

    Τις παραμονές της Επανάστασης συναντούμε στον ελληνικό χώρο πληθώρα σχολείων και ενός προοδευτικού εκπαιδευτικού κινήματος, που πήρε το όνομα «Νεοελληνικός Διαφωτισμός».

    «Αυτή η προοδευτική πνευματική κίνηση βρίσκει αντίθετο το Πατριαρχείο, το οποίο το 1819 με πατριαρχική εγκύκλιο αποδοκιμάζει τον πρακτικό προσανατολισμό των σπουδών και ζητάει την απομάκρυνση των προοδευτικών διανοουμένων απ’ τα σχολεία. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, το Πατριαρχείο συγκαλεί σύνοδο με την οποία καθαιρεί τα φιλοσοφικά γράμματα απ’ αυτά τα σχολεία και ζητά με επιστολές να φύγουν οι Κ. Κούμας, Β. Λέσβιος, Ν. Βάμβας, Θ. Καΐρης από τα σχολεία και τις πόλεις. Οι συνθήκες που θα έδιναν μια προοδευτική εκπαίδευση εναρμονισμένη με τις ανάγκες της εποχής ανατράπηκαν πριν συσταθεί το ελληνικό κράτος» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 20).

    Η εχθρότητα της Εκκλησίας απέναντι στη φιλοσοφία και τις θετικές επιστήμες δύσκολα κρύβεται:
    «Όταν ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει πια ωριμάσει, επαναλαμβάνεται σταθερά σε εκπαιδευτικά κέντρα της Ελλάδος το ίδιο φαινόμενο: ένας λόγιος σπουδασμένος στη Δύση απομακρύνεται από τη σχολαστική παράδοση στη διδασκαλία της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών∙ το συντηρητικό στοιχείο αντιδρά και ο αιρετικός καταγγέλεται στην Εκκλησία. Το Πατριαρχείο τον καλεί να αποκηρύξει τη διδασκαλία του, διαφορετικά διατρέχει τον κίνδυνο του αφορισμού» (Α. Αγγέλου, «Η Εκπαίδευση», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 308).

    Χαρακτηριστικός είναι ο διωγμός από την Εκκλησία του Μ. Ανθρακίτη. Η Εκκλησία, με τη διδασκαλία των μαθηματικών και της γεωμετρίας από τον Ανθρακίτη, φοβόταν μήπως χάσει αυτή τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε στην παιδεία του τόπου:
    « Η επέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε στην ουσία μία θεαματική επίδειξη ισχύος του κατασταλτικού μηχανισμού της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση, προς όλους τους νεωτεριστές λόγιους της εποχής, για την τύχη που τους περίμενε αν παρέκκλιναν από τα εσκαμμένα» (Στ. Λαμνής, Τα Μαθηματικά και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επί Τουρκοκρατίας, εκδ. ΔΙΟΝ, σ.76).

    Ας αναφέρουμε ενδεικτικά και τον αφορισμό του Χριστόδουλου Παμπλέκη:

    Στο πρόσωπο του Χρ. Παμπλέκη, διαφωτιστή που είχε σαν πρότυπο τη διδασκαλία του Σωκράτη (Π. Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, σελ.33), η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, εκτός από το να αφορίσει τον «Σατανά» (όπως πολύ χριστιανικά τον ονομάζει), βρήκε αφορμή να καταδικάσει τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού διαφωτισμού: «Τούτους φαμέν…τους οποίους ο παμπόνηρος και μισάνθρωπος Δαίμων ηύρεν εις τους παρόντας αιώνας όργανα παντελούς ασεβείας και αθεΐας, τους Βολταίρους λέγομεν, και Φρανμαζόνας, και Ροσούς, και Σπινόζας» (Η Ελληνική Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, επιμέλεια Ν. Ψημμένου, εκδ. Γνώση, τ. Β’, σ. 459).

    Το πόσο συνετέλεσε η Εκκλησία στη διάδοση των Επιστημών και των Γραμμάτων του Γένους, το μαρτυρά η «Χριστιανική Απολογία» του Αθ. Πάριου, γραμμένη στα 1800:
    «Μακράν η διαλεκτική σχέση. Μακράν η πολύσχημος Γεωμετρία. Μακράν η κενέμφατος Άλγεβρα. Μακράν κάθε ανθρώπινη επιστήμη και μάθησις. Εις τα εξ αποκαλύψεως δεν ζητείται απόδειξις, αλλά πίστις» (στο ίδιο, σελ. 496).
    Κι όσοι υποστηρίξουν ότι ο Πάριος δεν μπορεί να εκφράζει την επίσημη στάση της Εκκλησίας (αν και διετέλεσε διευθυντής της πατριαρχικής Σχολής της Κων/πολης), ας γνωρίζουν ότι τον άνθρωπο αυτόν η Εκκλησία τον ανακήρυξε «Άγιο» το 1995.

    Οι ελληνορθόδοξοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, χρήσιμο είναι να μάθουν επίσης την επίσημη στάση της Εκκλησίας απέναντι στους ευκλεείς προγόνους. Π.χ., ο «άγιος» Αθ. Πάριος, το 1802 «κατηγορεί τον Σωκράτη για τα ήθη του». Και «καμιά δωδεκαριά χρόνια αργότερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Κύριλλος Ζ’, εξέφραζε στον Κούμα την απορία του πώς οι λόγιοι του καιρού προτιμούσαν τον Θουκυδίδη και τον Δημοσθένη από τον Συνέσιο και από τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό» (Κ. Θ. Δημαράς, «Το Σχήμα του Διαφωτισμού», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σελ. 351).

    Αξίζει να αναφέρουμε μία ειδική περίπτωση από το χώρο των φυσικών επιστημών.
    Μέχρι και την Απελευθέρωση (αλλά και λίγο αργότερα), η Εκκλησία πολέμησε με μανία τη διδασκαλία του ηλιοκεντρικού συστήματος, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με την Αγία Γραφή (!!!) και το αριστοτελικό κοσμοείδωλο. Η εμμονή αυτή προκαλούσε το σαρκασμό του Β. Λέσβιου, απαντώντας πως «η φιλαυτία του ανθρώπου και η δύσληψις και όχι άλλο, είναι το αίτιον της ακινησίας της γης». Οι βολές του στρέφονται –με υπονοούμενο- στους εκκλησιαστικούς παράγοντες («επιστηθίους του Θεού») , οι οποίοι εκμεταλευόμενοι την ευπιστία και ευσέβεια του απαίδευτου λαού, «όταν αδυνατούν να αντισταθούν φυσικώς εις ένα πεπαιδευμένον, αφήνουν τα φυσικά όπλα και πιάνουν τα θεία» (Η Ελλ. Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, βλ. παραπάνω, σ. 366).

    Το αστείο είναι ότι και μετά την Απελευθέρωση οι υπέρμαχοι της θρησκείας συνέχισαν ως ένα βαθμό το βιολί τους. Ας σημειωθεί εδώ η αποστροφή του λαϊκού ιεροκήρυκα Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852) για το κοπερνίκειο σύστημα και τις θεωρίες του Νεύτωνα, τις οποίες και αντιλαμβανόταν στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας συνωμοσίας και ραδιουργίας της Αγγλίας, που στόχο έχει τον αφανισμό της Ορθοδοξίας [σ.σ. η λογική του μήπως σας θυμίζει κάποιους;] (Μακρίδης , Β. , «Ορθόδοξη Εκκλησία και κοπερνίκειο κοσμοείδωλο στον ελληνικό χώρο μετά το 1821 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα» , στο: Η Επιστημονική Σκέψη στον Ελληνικό Χώρο – 18ος-19ος αι. (Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε. , εκδ. Τροχαλία , 1998, σ. 218).

    Και όπως συμβαίνει και σε όλους τους άλλους τομείς, έτσι κι εδώ η ιστορία ξαναγράφηκε, αυτή τη φορά «ορθά»:
    Ο Διομήδης Κυριακός, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε πανηγυρικό λόγο του για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών το 1885, προσπάθησε να ωραιοποιήσει και να εξιδανικεύσει το παρελθόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας, λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής: « Η ημετέρα Εκκλησία… δεν κατεδίωξέ ποτέ Κοπερνίκους και Γαλιλαίους… ουδ’ εξεδόθη ποτέ εν αυτή εγκύκλιος και σύλλαβος κατά της επιστήμης και των προόδων αυτής. Οι κληρικοί ημών, ταύτα έχοντες υπ’ όψιν και συνεχίζοντες τας ωραίας παραδόσεις της ελληνικής Εκκλησίας, πρέπει να εξακολουθώσιν αγαπώντας πάντοτε την επιστήμη» (Μακρίδης, στο ίδιο, σ.224).

    Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’

    Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη είναι για την Εκκλησία το σύμβολο του δικού της Αγώνα και θυσίας στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Ωστόσο ο βίος και η πολιτεία του, έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτή την ρομαντική εικόνα: μας δίνουν την εικόνα ενός Πατριάρχη ο οποίος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε την υποχρέωση να συγκρατεί και να αποτρέπει το ποίμνιο από κάθε ανατρεπτική διάθεση, και η αποτυχία του στην αποστολή αυτή, οδήγησε τελικά στην τιμωρία του.

    Δεδομένου ότι πολλοί εθνικιστές έχουν σε εκτίμηση το πρόσωπο και το έργο του Δ. Λιαντίνη (του καθηγητή που αυτοκτόνησε στον Ταΰγετο το 1998), ας διαβάσουν τι λέει για τον Πατριάρχη:
    «Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη. […] Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. […] Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο Σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. […] Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη; […] Είναι ο Πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα» (Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, σελ.122).

    Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και το λάβαρο της Επανάστασης

    Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί την Επανάσταση Πρόκειται για έναν ακόμα αγαπημένο μύθο της ελληνορθοδοξίας, σύμφωνα με τον οποίο ο εν λόγω ιερέας έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στις 25 Μαρτίου, στη μονή της Αγίας Λαύρας, και ο Αγώνας ξεκίνησε.

    Ο μύθος του ελληνοχριστιανισμού και του «Θεού της Ελλάδος» απαιτούσε για την Επανάσταση, μια ιερή ημερομηνία όπως αυτή του Ευαγγελισμού, ένα μοναστήρι και έναν επίσκοπο και τα στρίμωξε όλα αυτά σε ένα παραμύθι που μπάζει από παντού. Είναι γνωστό, πως σε προγενέστερες ημερομηνίες είχαν ξεσηκωθεί τα Καλάβρυτα, η Βοστίτσα, η Καρύταινα, η Καλαμάτα, το Γύθειο, τα Σάλωνα και ο Πραστός.
    O ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στα τελευταία του και πρωτοκυκλοφόρησαν το 1837, λέξη για την υποτιθέμενη συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής του.
    Η προφανούς σκοπιμότητας επινόηση της ημερομηνίας αυτής, που τίποτα δεν δικαιολογεί την συμπερίληψή της στις δέλτους της Ιστορίας, προήλθε το 1835 από τον Κωλέττη και υλοποιήθηκε το 1838 (Β. Σφυρόερα, “Η επέτειος της Εθνεγερσίας“, “Καθημερινή-Επτά Ημέρες”, 1-3-2001).
    Ο Σπ. Τρικούπης είχε το θάρρος να παραδεχθεί: “Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της Αγ. Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως…” ( “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, τ. Α΄, σ.312, εκδ. Β΄).
    Ο Ι. Φιλήμων αποκαλεί τον μύθο της Λαύρας “ψεύδος παχυλόν” (”Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας”, τ.Γ΄, σ.22-1834). Ο καθηγητής Απ. Β. Δασκαλάκης ομολογεί: “…ουδέν επαναστατικόν γεγονός εσημειώθη εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας. Κατά την 25ην Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εν Λαύρα…” “Πως εκηρύχθη η Επανάστασις εις την Πελοπόννησον”. “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά”, 1962″).

    «Η ιστορική όμως αλήθεια απέχει πολύ από το θρύλο. Ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και στις 21 που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση βρισκόταν κανείς στην Αγία Λαύρα. […] Σ’ εκείνον που κατεξοχήν οφείλεται ο θρύλος της Αγίας Λαύρας είναι ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Εκεί περιγράφει με φανταστικές τελείως λεπτομέρειες τη δοξολογία που έγινε στην Αγία Λαύρα, τον λόγο που εκφώνησε ο Π. Π. Γερμανός, την ορκωμοσία των παλικαριών κλπ» (Έφη Αλλαμανή, “Η Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα”, στην Ιστ. του Ελλ. Έθνους, τ.ΙΒ’, σ. 83-4).

    Αντιρρήσεις και συμπεράσματα

    Είδαμε ότι η επίσημη Εκκλησία έπαιξε ρόλο αντίθετο από το «ηρωικό ελληνικό πνεύμα» και το «πατριωτικό ιδεώδες» που προσπαθεί ένταχνα να επιδείξει.
    Η αντίρρηση που πιθανότητα θα προβάλει από τον παραπάνω ισχυρισμό, είναι τα παραδείγματα ιερέων με φωτισμένα μυαλά και αγωνιστικό πνεύμα (όπως ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος). Οι περιπτώσεις όμως αυτές δεν αναιρούν την επίσημη στάση της Εκκλησίας, ούτε ελαφρώνουν τη θέση της. Πάντοτε επίσημη γραμμή της Εκκλησίας ήταν και είναι να πηγαίνει με το νικητή (όποιος κι αν είναι), και να επικαλείται σαν πρόσχημα ότι το κάνει για το καλό του ποιμνίου της. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά και για να αποτελούν ένα ικανό άλλοθι στην αλλαγή στρατηγικής (π.χ. στη μεταμόρφωση από υπηρέτη του Σουλτάνου σε απελευθερωτή του έθνους).

    Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ψέξει την Εκκλησία για την τακτική και τη διπλωματία της, που φυσικά άλλο στόχο δεν έχει από το να ευημερεί και να αυξάνει τη δύναμη της. Έχει όμως κάθε δικαίωμα να της ασκεί κριτική, όταν αυτή μπαίνει σε ξένα χωράφια, και διεκδικεί από την ιστορία χρυσές σελίδες με ξένα κόλυβα, είτε –στην ανάγκη – κατασκευάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας. Και προπαντώς όταν η «απόλυτη αλήθεια» της θέλει να επιβληθεί στις διαφορετικές αλήθειες της πολιτικοκοινωνικής μας ζωής.

    Η δεύτερη (και αφελής) αντίρρηση είναι ότι η πίστη δεν έχει σχέση με τα σφάλματα της Εκκλησίας, κι ότι οι εκπρόσωποί της, άνθρωποι είναι και θα κάνουν λάθη.
    Η αντίρρηση αυτή, εάν διατυπώνεται από χείλη ορθοδόξων, δείχνει το βαθμό άγνοιας για το συγκεκριμένο δόγμα:
    «Σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, που στηρίζεται γενικά μόνο στην Αγία Γραφή ως αποκλειστική και έσχατη δογματική αρχή (sola scriptura) η Ορθοδοξία βασίζεται στην Ιερά Παράδοση, έναν ευρύ όρο που περιλαμβάνει τη Βίβλο, τα διατάγματα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς επίσης τους ιερούς κανόνες των τοπικών Συνόδων, τα λειτουργικά κείμενα και άλλες πρωτοχριστιανικές ή νεότερες πηγές»

  6. Παράθεμα: Η Ελληνορθοδοξία απέναντι στη Φιλοσοφία και στην Επιστήμη [3] | Ροΐδη και Λασκαράτου Εμμονές

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.